ἀτμοί

ἀτμοί
ἀτμός
steam
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • пара — ПАР|А (18), Ы с. 1.Пар, испарения: не насыщаи ѹтробы свое˫а зѣло. да не парою телесною и дыханиемь прогониши ст҃го д҃ха. ПрЮр XIV2, 150а; аще кто напольни [в др. сп. наполнитъ] съсудъ воды. ти подъгнѣщивають огнь подь [так!] нь. и долго варимъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… …   Dictionary of Greek

  • κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… …   Dictionary of Greek

  • ουλιαζόεις — οὐλιαζόεις (Α) φρ. «οὐλιαζόεις ἀτμοί» θανατηφόροι ατμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < οὔλιος «ολέθριος» + ζωή] …   Dictionary of Greek

  • ατμίδες — Ζεστά αέρια και ατμοί που βγαίνουν από ρωγμές του εδάφους με μικρή ή μεγάλη ορμή. α. βόρακα. Φυσική εκπομπή υδρατμών υψηλής θερμοκρασίας (έως 21°C) και με πίεση (έως 6 ατμ.) μέσα από ρωγμές του εδάφους που περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία …   Dictionary of Greek

  • κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”